tumblr_lyimk5fPI81r1cwub

“Μια λακκούβα δρόμος”

tumblr_lyimk5fPI81r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Γεια σου Ηράκλειε. Ήθελα να σου πω ότι είσαι όμορφος. Κι ας είσαι πόλη. Εγώ αρσενικό σε βλέπω. Με αυτόν τον χειμωνιάτικο ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι σου, ίδιος φωτεινός κούρος.

Δεν είσαι μόνο όμορφος αλλά και πνευματώδης. Με τα καινούρια σου μουσεία, τα (meant to be) πολιτιστικά κέντρα, τις κινήσεις πολιτών, τις εκθέσεις, τις παραστάσεις, τα free press σου, βάζεις κάτω Παρίσια και Λονδίνα. Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι όσοι σε κατηγορούν σε ζηλεύουν. Αν υπήρχε δικαιοσύνη θα σε είχαν ανακηρύξει μόνιμη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Τόσο καιρό με γυρισμένη την πλάτη σου στη θάλασσα, σε εμπαίζανε γιατί σε φθονούσαν. Είχανε ξαναδεί όλοι αυτοί οι έξυπνοι, παραλία με τσιμεντένια πλάτη; Πού να καταλάβουν από alternative urban style και σουρεάλ ρυμοτομία οι άτεχνοι.

Και τώρα; Τώρα που αξιοποιείς την παραλιακή σου, που γυρνάς τη γυρισμένη πλάτη σου, έτοιμος να μας κοιτάξεις κατάματα, τι έχουν να πουν όλοι αυτοί οι κριτικοί των πόλεων. Αλλά από κριτικούς χωρίς κρίση (θα τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση), τι να περιμένεις; Τελικά, ξέρεις τι νομίζω; Ότι οι μόνο κριτικοί με κρίση (κι ας τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση) είναι οι Κριτικοί με ήτα.

Μόνο αυτοί μπορούν να καταλάβουν την αξία σου. Όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί, γιατί είναι άδικοι. Ακόμα κι η δικαιοσύνη άδικη είναι. Αφού είναι τυφλή. Κοκκινίζω τώρα που το σκέφτομαι, αλλά νομίζω ότι σχεδόν με διεγείρεις. Να, όταν παίρνω το αυτοκίνητο να επισκεπτώ το κέντρο σου, την καινούρια ατέλειωτη (βλέπε:μεγάλη, ξανα-βλέπε:ανολοκλήρωτη) παραλιακή σου, νιώθω τέτοια αδημονία που…. Αλλά ποτέ δεν καταφέρνω να φτάσω. Ούτε στην παραλιακή, ούτε στο κέντρο.

Ξέρεις γιατί δεν τα καταφέρνω; Όχι, όχι επειδή ντρέπομαι να σε συναντήσω όπως ο ερωτευμένος τον ερωτευμένο του, αλλά γιατί στη μέση της διαδρομής πάντα γυρνάω πίσω. Μη χαμογελάς, άπιστε εκνευριστικέ τύπε της πεντάρας και μην το παίζεις εμένα αγνός και ενάρετος. Τα ξέρω όλα. Και πρώτα απ’ όλα ότι είσαι περπατημένος. Οι δρόμοι σου τα μαρτυρούν όλα. Τι νομίζεις, δε βλέπω τα σημάδια στο σώμα σου, τις λακκούβες στους δρόμους σου; Τι είμαι, τυφλός; Δεν τις βλέπω απλά, πέφτω ολόκληρος μέσα τους.

Τι σου κάνουν αυτά τα αυτοκίνητα και σε κάθε πέρασμά τους, τους χαρίζεις κομμάτια από το σώμα σου, τσιμέντο από τους δρόμους σου; Είναι καλύτεροι αυτοί από μένα. Πέρυσι δε σου χάρισα τα σχεδόν καινούρια αμορτισέρ μου; Παράτα με, τι να τα κάνω τα πολιτιστικά σου και τις παραλιακές σου, όταν δεν μπορώ να φτάσω σε αυτά; Είσαι γεμάτος τρύπες, πέφτω πάνω στις ατασθαλίες σου, τις οποίες όχι μόνο κάνεις χωρίς τύψεις, αλλά δεν έχεις τη διακριτικότητα ούτε να τις μπαλώσεις.

Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Τσίπα δεν έχεις πάνω σου; Δεν είναι οι δρόμοι σου γεμάτοι κακοτεχνίες, αλλά οι κακοτεχνίες σου γεμάτοι δρόμους. Μη με πατρονάρεις εμένα. Ξέρεις τι εννοώ κακοτεχνίες…, αμαρτωλέ.

Μάθε πρώτα να καλύπτεις τις ατιμίες σου και μετά να με καλείς να επισκεπτώ τα αξιοθέατά σου, σάτυρε. Κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι και πέφτω πάνω ή μέσα, σε άλλη μία από τις λακκουβο-πομπές σου, με πληγώνεις. Δεν το καταλαβαίνεις, άπιστε;

Άπιστε, σάτυρε, αχρείε…, όμορφε. Ναι, είσαι όμορφος. Κι ας μου φέρεσαι άσχημα, ας σου μιλάω σκληρά, πάλι όμορφο σε θεωρώ. Κάνε με να ξανανιώσω ασφαλής. Δείξε μου ότι ενδιαφέρεσαι για μένα, έστω και τώρα κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τα ξεχάσω όλα. Να σε συγχωρέσω.

Σ’ αγαπάω ρε ηλίθιε. Δεν το καταλαβαίνεις;

tumblr_lyime7SfME1r1cwub

“Ρακοσυλ-λέξεις”

tumblr_lyime7SfME1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Δε θέλω να έχω ιδιότητα βρε παιδάκι μου. Τι δηλαδή, όσο μεγαλύτερο ειδικό βάρος η ιδιότητά σου, τόσο πιο βαρυσήμαντος ο λόγος σου; Έπαψε το μέγεθος να μετρά και το γυρίσαμε στο βάρος;

Να πιστέψω δηλαδή ότι εμείς έχουμε περισσότερη ανάγκη να ακουστούμε από τον χωρίς κοινωνικά επιβαλλόμενη ιδιότητα ρακοσυλλέκτη στον παλιό Πόρο, στο παγκάκι πίσω από τον Άι Γιώργη;

Θα μου πεις, δεν κάναμε και καμιά επανάσταση εμείς για να ακουστούμε. Μπα. Στα άρθρα, στα facebook-ικά σχόλια και στις ενδοοικογενειακές αναλύσεις έχουμε μείνει ακόμα.

Εκείνος ο ρακοσυλλέκτης στον παλιό Πόρο, όμως, στο παγκάκι πίσω από τον Άι Γιώργη, ούτε οικογένεια για σοβαρές αναλύσεις, ούτε facebook για έξυπνα σχόλια, ούτε Monitor για λογοπαιγνιακά άρθρα.

Έτυχε, λοιπόν, να περνώ παραμονή Πρωτοχρονιάς από τα λημέρια του. Σημασία δεν του έδωσα καμιά. Τι σημασία να του δώσω αφού δεν έχει ιδιότητα κοινωνικά αποδεκτή, προσφορά αξιόλογη από την ηθική τάξη που επιβάλλει τους κανόνες και βαφτίζει καλό το καλό και κακό το κακό.

Σημασία δεν του ‘δωσα καμιά. Θα πρέπει όμως, αυτή η «παρένθεση» της ευνομούμενης ηθικής τάξης, να εγγράφηκε με κάποιο τρόπο στο υποσυνείδητό μου -αυτόν τον μυστικιστή αρχειοθέτη του κόσμου της νόησης – και χωρίς να το περιμένω αναδύθηκε στον αφρό του συνειδητού όταν τίποτα δεν έπρεπε να με προβληματίζει. Πριν κάτι μέρες, λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα και όλοι, με ένα ποτήρι Moet στο χέρι – η ειρωνεία του παράδοξου –  αρχίσουν να εύχονται: «Ευτυχισμένο το 2012, γιατί το ’11 το χάσαμε», «Happy new NEXT year» και άλλα τέτοια πνευματώδη.

Εκείνος ο ρακένδυτος τύπος, μίλησε μέσα στο κεφάλι μου (για την ακρίβεια στα μέσα αυτιά) με φωνή βραχνή και διάθεση περιπαιχτική. Να τι είπε:

«Φίλε μου, μη λυπάσαι για μένα. Εγώ έχω καλύψει τις ανάγκες μου όλες γιατί οι ανάγκες μου είναι λίγες. Ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, μια κουβέρτα και ένα παγκάκι είναι ό,τι χρειάζομαι. Όλη τη μέρα περιπλανιέμαι, ταξιδεύω όταν βαριέμαι ή όταν κάνει πολύ κρύο, δεν πληρώνω καμιά διεφθαρμένη κοινωνία, δε μολύνω το φυσικό μου περιβάλλον – μάλιστα βοηθώ και στη διαδικασία ανακύκλωσης – δε κοιτώ να ανέλθω στην κοινωνική πυραμίδα, να αποκτήσω ιδιότητα για να έχω λόγο, καρέκλα και εξουσία.

Με τα μόνα στοιχειά που έχω να παλέψω είναι αυτά της φύσης. Δεν είμαι λιγότερο έξυπνος από εσένα, για να ζει κανείς σαν την αφεντιά μου πρέπει να είναι τουλάχιστον φιλοσοφημένος. Εσύ πάλι δουλεύεις, δουλεύεις, δουλεύεις για να καταναλώνεις ό,τι παράγουν αυτοί που σε βάλαν να δουλεύεις για λογαριασμό τους. Να ξέρεις ότι ο τόνος της πολλής δουλειάς, της δουλειάς που δεν έχεις επιλέξει, πάντα στο τέλος τα βάζει με το άλφα και τα φτιάχνει με το γιώτα της. Η Δουλειά, της δουλείας, τη δουλεία, ω δουλειά. Να πως κλίνεται το ουσιαστικό δουλειά.

Δεν τον θέλω τον οίκτο σου γιατί δεν έχω τι να τον κάνω. Στον επιστέφω γιατί τον έχεις πιο πολύ ανάγκη. Σου εύχομαι τη νέα χρονιά, που για μένα είναι το 2011 γιατί κρίση δε μ’ έπιασε ούτε θα με πιάσει ποτέ – βλέπεις δεν τα πάω καλά με την πολυτέλεια για να φοβάμαι μήπως μου τη στερήσει κανείς – να μη ξεχάσεις να ζήσεις. Να βρεις μια δική σου κουβέρτα, ένα σάντουιτς, ένα παγκάκι, τα δικά σου πολύτιμα αγαθά και να τα αποκτήσεις. Καλή χρονιά φίλε μου και μη ξεχνάς ότι δεν είμαι παρένθεση, είμαι ουσιαστικό, δηλαδή άνθρωπος, ουσιαστικός σαν άνθρωπος, απαραίτητος σαν παρένθεση».

Έχουν περάσει καμιά δεκαπενταριά μέρες από την Πρωτοχρονιά, ο ρακοσυλλέκτης του Παλιού Πόρου δε μιλά πια, αλλά εγώ ακόμα τον ακούω μέσα στο κεφάλι μου.

Βλέπετε, οι ιδέες κάνουν θόρυβο όταν σμιλεύονται από την αρχή.

tumblr_lyipy9ruX81r1cwub

“Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα”

tumblr_lyipy9ruX81r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

Όταν το “εμείς” τείνει προς το συλλογικό κακό, τότε ίσως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο “εγώ”. Αυτή τη φορά, όχι για να το χαϊδέψουμε κι άλλο, μα για να το επαναπροσδιορίσουμε.  

– – – – – – – – – – – – – – 

Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Όχι, δεν εισέβαλλαν οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας, τουλάχιστον όχι στρατιωτικά, έλα όμως που το κατοχικό σύνδρομο «Δεν ξοδεύω γιατί φοβάμαι μήπως δε θα έχω αύριο» που εκείνοι μας επέβαλλαν πριν 60 χρόνια επανήλθε.

Ένα άλλο, σύνδρομο κι αυτό, δημιουργήθηκε. Τα ιφσελοράν και τα λουιβιτόν δεν είναι πια μαγκιά. Πολύς κόσμος που κάποτε δεν τολμούσε να περάσει από τη Δαιδάλου αν δεν κόστιζε δύο χιλιάρικα από πάνω μέχρι κάτω, τώρα αρκείται με ζάρα και μπέρσκα.

Είναι σχεδόν ντροπή να κυκλοφορείς με ό,τι κάποτε ήταν ντροπή να μην έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις.

Είναι τώρα κάποιοι άλλοι συμπολίτες μας, που πριν την κρίση, δεν ψήνονταν να δουλέψουν. Είχαν βολευτεί με ένα σπίτι, ένα πιάτο φαΐ, ένα χαρτζιλίκι από μαμά, μπαμπά, γιαγιά, ένα ενοίκιο, μια κληρονομιά, ένα χρυσωρυχείο, μια πετρελαιοπηγή, μια ευρωμηχανή… Δεν ήθελαν να δουλέψουν αλλά ούτε και να το πολυλένε ήθελαν, μια και ο άνεργος θεωρείται τεμπέλης σε καιρούς ευημερίας.

Η κρίση βόλεψε αρκετούς από αυτούς, καθώς τώρα είναι δικαιολογημένα άνεργοι και καθόλου δεν ντρέπονται γι’ αυτό (σε περιόδους κρίσης ο άνεργος θεωρείται θύμα). Μπορούν κάλλιστα να κρυφτούν ανάμεσα στους πραγματικούς ανέργους, αυτούς που ψάχνουν να βρουν δουλειά και δε βρίσκουν.

Και από τους ανέργους, στους εργαζομένους. Δεν είναι λίγοι οι εργαζόμενοι που ντρέπονται – κακώς κατά τη γνώμη μου – που έχουν δουλειά. Νιώθουν ενοχικά απέναντι στους συμπολίτες τους που είναι άνεργοι. Είναι τώρα μια άλλη κατηγορία εργαζομένων, που ενώ θα έπρεπε να ντρέπονται που εργάζονται, δε φαίνεται να τους καίγεται καρφάκι. Οι πολιτικοί, ποιοι άλλοι, υπάλληλοι του λαού θεωρητικά, οι οποίοι είναι οι μόνοι εργαζόμενοι χωρίς – πρακτικά – συγκεκριμένο αντικείμενο.

Δεν ντρέπονται καθόλου κι αυτό φαίνεται από τόσα πολλά που για να καταγραφούν χρειάζονται δυο τρία Monitor. Ας μείνουμε λοιπόν σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην πόλη μας και επιβεβαιώνει ότι δεν ντρέπονται καθόλου, αντίθετα ότι γελάνε εις βάρος μας, όχι μόνο πίσω από την πλάτη μας όπως νομίζαμε ως τώρα, αλλά κοιτάζοντάς μας καταπρόσωπο.

Πριν ένα μήνα και κάτι, ο άρχων της αντιπολίτευσης μίστερ Σάμαρας επισκέφτηκε την πόλη μας. Πέρασε από τους Αγανακτισμένους στην πλατεία Ελευθερίας (ευτυχώς ήταν νωρίς και δεν είχε μαζευτεί κόσμος) και έπειτα κατευθύνθηκε προς τα Λιοντάρια. Στη διαδρομή κάποιος περαστικός του φώναξε: «Φέρτε πίσω τα λεφτά ρε», εκείνος χαμογέλασε, ειρωνικά ή καταδεχτικά δεν ξέρω, αν και ο αυτόπτης επιμένει πως το χαμόγελο ήταν ειρωνικό. Κάποιος τότε από την συνοδεία του έσπευσε να απαντήσει εκ μέρους του: «Λεφτά υπάρχουν».

Στον ειρωνικότατο αυτόν τύπο έχω να αφιερώσω το παρακάτω: «Μια μέρα θα πέσεις Άρχοντα πάνω στα ερείπια που δημιούργησες, κι ούτε αυτά δεν θα’ ναι πια δικά σου. Πρόλαβες πριν πέσεις κι υπόγραψες, να πουληθούν σε άλλον. Δεν σκέφτηκες να κρατήσεις, ούτε μια πέτρα καρποστάλ.

Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα».

tumblr_lyioezkfLV1r1cwub

“Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος”

tumblr_lyioezkfLV1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Τα χαμόγελα επέστρεψαν για μια μέρα. Όχι, δεν βγήκαμε από το ΔΝΤ, απλά χιόνισε. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί στην πόλη του Ηρακλείου έκανε ότι χιόνισε. Και που έκανε, αρκετό ήταν.

Όσοι έρχονταν από τα νότια προάστια (εδώ ο βοράς είναι γεμάτος θάλασσα) κουβαλούσαν το παγωμένο λευκό στο παρμπρίζ τους. Και χαμογελούσαν. Στα άτυχα αυτοκίνητα, απεύθυναν ένα πολλά υποσχόμενο μειδίαμα. Σαν να τους έλεγαν: «Κάντε μια βόλτα παραπάνω. Εκεί θα βρείτε κι εσείς χιόνι. Έχει για όλους». Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, σαν να ήταν μακρινοί γνωστοί, που κάτι θυμίζει ο ένας στον άλλον, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτό.

Σε κάποιος σημείο της διαδρομής μου, έγινε το ακόλουθο: Στο αντίθετο ρεύμα κινούνταν δύο οχήματα. Ο πίσω δεν πτοήθηκε από τις νιφάδες που κάθε λίγο εναλλάσσονταν με καταιγιστικές σταγόνες και θέλησε να κάνει προσπέραση. Δεν βρήκε πολύ χώρο και ανάγκασε τον προπορευόμενο να κόψει ταχύτητα για να μην πέσει πάνω μου. Σταματήσαμε και οι τρεις. Πήγαμε να ανοίξαμε τα παράθυρα έτοιμοι να φρεσκάρουμε τα γαλλικά μας. Μπέρδεμα που θα γινόταν! Το δίκιο, βλέπετε, είναι η πιο σχετική έννοια στον κόσμο. Λέξη δεν είπαμε, αφού τα παράθυρα παρέμειναν κλειστά. Το κρύο ήταν αφόρητο.

Ήμασταν κατά κάποιο τρόπο συνάδελφοι. Είχαμε κι οι τρεις χιόνι στα παμπρίζ μας. Ήταν τόσο αστείο! Με τα παράθυρα ερμητικά κλειστά, μόνοι μας θα μιλούσαμε; Χαμογελάσαμε, η ένταση ξεθύμανε, το χιόνι λειτούργησε κατασταλτικά, ο προπορευόμενος ζήτησε με νοήματα συγνώμη, χαιρετηθήκαμε και κινήσαμε στο λευκό τοπίο.

Λίγο πιο πέρα συνάντησα ένα αγοράκι. Κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια του. Αν δεν φοβόμουν μήπως με κατηγορήσουν για διαφθορέα των νέων, θα του πρότεινα να μπει στο αυτοκίνητο. Μα δεν το είχε ανάγκη. Είπαμε, εκείνο κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια. Γάντια δε φορούσε κι ας καιγόταν. Ίσως εκείνη τη μέρα να έμαθε ότι το πολύ κρύο και η πολλή ζέστη, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Σε καίνε.

Όλοι μας είχαμε ανάγκη κάτι λευκό, που να συμβολίζει αρετή, κάτι παγωμένο, να μας ναρκώσει προσωρινά από τις τόσες σκοτούρες, σαν κομπρέσα που καταπραΰνει τις πληγές, κάτι προσιτό σε όλους, να μας κάνει να ξεχάσουμε την ανισότητα που επικρατεί, ή αλλιώς τη βάση πάνω στην οποία έχουν στηριχτεί όλες οι ανεπτυγμένες κοινωνίες, κάτι σπάνιο που να μην το χαίρονται μόνο οι λίγοι και προπαντός, κάτι όμορφο να γλυκάνει τα μάτια μας.

Οι δρόμοι άσπρισαν, έστω και προσωρινά, οι άνθρωποι χαμογέλασαν έστω και για λίγο. Δεν ήταν χιόνι αυτό, ήταν εξαγνισμός.

Ένα φυσιολογικό τελείωμα σε αυτό το κείμενο θα ήταν το εξής: «Το χιόνι έλιωσε, τα χαμόγελα έσβησαν, όλοι έγιναν και πάλι ο εαυτός τους». Μα έλα που, ώρα τώρα, έχει κολλήσει στο κεφάλι που η παρακάτω φράση. Ελπίζω τη μέρα που θα εκδοθεί αυτό το κείμενο, ο καιρός να την επιβεβαιώσει:

«Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος».

tumblr_ltmhk950Y01r4hp3vo1_r1_500

Σκυφτοί άνθρωποι μιας νέας εποχής ή πίθηκοι του μέλλοντος;

tumblr_ltmhk950Y01r4hp3vo1_r1_500

δημοσιευμένο στην εφημερίδαΠΑΤΡΙΣ, 2010

Σε μια τάξη του Δημοτικού, δε θυμάμαι ποια, μας έμαθαν για την κατάταξη των ειδών του πλανήτη, την ιεραρχία τους. Όλα ξεκίνησαν από έναν μονοκύτταρο οργανισμό, κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τα πρώτα ψάρια, τα αμφίβια όντα, πολύ αργότερα ο πίθηκος και κάποια στιγμή ο άνθρωπος. Στο σχήμα αυτό του βιβλίου της φυσικής δεν μας εξήγησαν δύο πράγματα. Τι υπήρχε πριν το μονοκύτταρο οργανισμό – γιατί κι αυτόν κάτι τον δημιούργησε – αλλά και τι μετά τον άνθρωπο, πώς συνεχίστηκε δηλαδή η ιεραρχία των ειδών μετά την εμφάνιση του ανθρώπου ως τις μέρες μας. Κι αφού στοιχεία για το πριν δεν έχω – κι ας σπάω το κεφάλι μου να τα φανταστώ μήπως τα δημιουργήσω – θα μιλήσω για το μετά. Όχι τον μετάνθρωπο, το ον που διαδέχτηκε τον άνθρωπο στην Πυραμίδα της Φύσης, τέτοιο δεν υπάρχει ακόμα, αλλά τους ανθρώπους μετά τον άνθρωπο. Εκείνο το δίποδο πλασματάκι που κατάφερε να κρατά το σκήπτρο της Γης τα τελευταία κάτι χιλιάδες χρόνια.
Από τη φύση μου δεν τρέφω ιδιαίτερο σεβασμό στη φύση μου. Και πώς να τρέφω ευγενή συναισθήματα για μια φύση τόσο ατελή – ναι ξέρω η ατελής μας φύση είναι δείγμα της τελειότητάς μας – όταν μετά από εξελικτική πορεία τόσων χιλιάδων ετών ακόμα τα ίδια ένστικτα μας καθοδηγούν. Εκφράζονται βέβαια λίγο πιο εκλεπτυσμένα στις μέρες μας: δημόσιο συμφέρον, πατρίδα, πίστη, προστασία από την τρομοκρατία, άμυνα…, αλλά στα ίδια εγκλήματα μας οδηγούν: βασανισμούς, φόνους, καταστρατήγηση της ελευθερίας, κλεψιά, ασυδοσία… (τρεις τελείες δε φτάνουν γι’ αυτή τη λίστα αλλά μια εφημερίδα γεμάτη εκατομμύρια κόκκινες τελείες δεν θα ήταν για κανέναν ελκυστική).
Σαν να μην άλλαξε τίποτα από την εμφάνιση του είδους. Μαχόμενοι ενάντια στα ζώα που απειλούσαν τη ζωή μας ξεκινήσαμε, μαχόμενοι σαν ζώα συνεχίζουμε παίρνοντας πια, ναι είμαστε σε θέση να το κάνουμε κι αυτό, όλα τα κακόμοιρα τα υπόλοιπα ζώα στο λαιμό μας που πληρώνουν φαίνεται ακόμα το ότι κάποτε τόλμησαν να μας συμπεριλάβουν στη δίαιτά τους.
Δε θα είχα, λοιπόν, κανέναν απολύτως ενδοιασμό να συντρίψω την ανωτερότητά μας ανακηρύσσοντας ένα κοτσύφι, μια μανώλια, ή μια γαρίδα ως όντα ανώτερα από εμάς. Άλλωστε είναι πολύ αντιπαθές ένα είδος που αυτοανακηρύσσεται «το ανώτερο όλων». Η λογική όμως δεν μου επιτρέπει να διαφωνήσω γιατί η ανωτερότητα στη φύση προσδιορίζεται από τη δύναμη, την κατοχή και τη χρήση της, και τη δυνατότητα ενός είδους να κυριαρχεί, να διαιωνίζεται και να εξουσιάζει όλα τα άλλα.
Είμαστε λοιπόν πρωταγωνιστές, οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Από σκυφτοί πίθηκοι ξεκινήσαμε και φτάσαμε να χρησιμοποιούμε σκεπτόμενους υπολογιστές που «βελτιώνουν» την ποιότητα ζωής μας και μας εξοικονομούν χρόνο. Γι’ αυτό διαθέτουμε όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά τους. Για να βρούμε τρόπο να τον εξοικονομήσουμε.
Κάποιοι ιντερνετάδες που κοιτούν μπροστά από την εποχή τους – όπως κάθε ιντερνετάς που σέβεται τον εαυτό και την εποχή του – σκέφτηκαν ότι σκυφτοί ξεκινήσαμε, ως πίθηκοι πάντα, και σκυφτοί καταλήξαμε, μπροστά στον υπολογιστή αυτή τη φορά, ως… Αλήθεια ως τι; Σκυφτοί άνθρωποι μιας νέας εποχής ή πίθηκοι του μέλλοντος (homo internetalis); Πάντως είναι ειρωνικό ότι αυτήν την ειρωνεία (κάθε ειρωνεία είναι ειρωνική) για τον άνθρωπο, τη στάση του σώματός του μπροστά στις οθόνες και τη συσχέτισή της με την καταγωγή του, την σκέφτηκαν σκυφτοί άνθρωποι των οθονών. Ίσως αυτοί να είναι πιο κοντά στην πραγματική φύση του ανθρώπου από εκείνους που αποποιούνται τον προορισμό τους ξεχνώντας πως δεν είναι η απουσία τριχών που προσδιορίζει τη φύση του ανθρώπου αλλά ο Ανθρώπινος χαρακτήρας τον πράξεών του. Άλλοι πάλι προτιμούν να την αποποιούνται ολότελα και να επιμένουν ότι ο άνθρωπος προήλθε από δυο άτριχα πλάσματα με ανθρώπινη μορφή που έπλητταν απεριόριστα μέσα σε έναν μεγάλο κήπο.., αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Οι άνθρωποι μετά τον άνθρωπο. Τελικά υπάρχει είδος ανώτερο από μας; Φυσικά υπάρχει και θα το αποκαλύψω αμέσως. Λέγεται homo proedrevis politikandis manageris polythesitis και σκοπός του είναι ένας. Να κερδίσει τη μάχη ανάδειξης του πιο ισχυρού, επικρατώντας όλων. Το νέο είδος μετά τον άνθρωπο δεν είναι παρά οι ίδιοι οι άνθρωποι που κατάφεραν να εξελιχτούν τόσο ώστε να συνεχίζουν να αφανίζουν ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους, τι άλλο, να εξελιχτούν. Κι ενώ άλλα ζώα έβγαλαν φτερά για να επιβιώσουν, ο σκεπτόμενος άνθρωπος το μόνο που κατάφερε είναι να συνεχίσει να μένει σε μια σπηλιά. Η σπηλιά πλέον φτιάχνεται από μπετό, έχει επίπεδη οροφή, καλωδιακή, πλυντήριο, υπολογιστή κι αντί για τοιχογραφίες ζώων αντίγραφα από πίνακες του Νταλί (ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης επιλέχτηκε λόγο των σουρεαλιστικών του τάσεων).
Για τι προσπαθεί λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος; Προσπαθεί να κατακτήσει τη ξανθιά, να αγοράσει την πεντακοσάρα Mercedes, ένα οχτάμετρο σκάφος και μια μεζονέτα στη Φιλοθέη. Όλα αυτά είναι πάρα πολύ ωραία και καθόλου δεν τα δαιμονοποιώ. Το θέμα είναι ότι είναι διατεθειμένος να τα αποκτήσει καταδικάζοντας όλους όσοι βρίσκονται στο δρόμο του.
Όσο για τις εξαιρέσεις στον κανόνα, αυτοί που προσπαθούν να πλουτίσουν χωρίς αιματοχυσίες, άραγε γιατί το κάνουν; Ίσως γιατί κάποιος τους έπεισε ότι αυτά είναι η ουσία της ζωής γι’ αυτό και θα πρέπει να δουλεύουν νυχθημερόν για να τα αποκτήσουν. Δουλειά, δουλειά, δουλειά όλο και περισσότερη δουλειά. Επαρκής λόγος για να μην σκέφτεσαι και να είσαι δούλος.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Έλληνες που ήξεραν να σκέφτονται δεν δούλευαν αλλά είχαν δούλους. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο παγκόσμιος πολιτισμός μας (η οικονομική κρίση δεν είναι παρά μια από τις εκφάνσεις του) πάει από το κακό στο χειρότερο γιατί όλοι δουλεύουν για τους «λίγους» έχοντας ελάχιστο χρόνο για τον εαυτό τους, την τέχνη, τη φύση, ένα βιβλίο, τους ανθρώπους που αγαπούν. Κι αυτοί οι λίγοι είναι που μας βομβαρδίζουν με πανανθρώπινες αξίες όπως ξανθιές, πεντακοσάρες, σκάφοι, μεζονέτες, για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε γι’ αυτούς όλο και περισσότερο.
Κάπου άκουσα και μου άρεσε ότι στις παλαιές μορφές δουλείας ο αφέντης υποχρεούταν να σιτίζει και να παρέχει διαμονή στο δούλο του (όταν δεν τον σάπιζε στο ξύλο). Στις σύγχρονες μορφές δουλείας – δουλειάς (βλέπε τράπεζες, κυβερνήσεις, πολυεθνικές) ο «δούλος» οφείλει να παρέχει στέγη και τροφή ο ίδιος στον εαυτό και την οικογένειά του. Πολύ βολικό. Φυσικά δεν είμαι υπέρ της επαναφοράς του θεσμού της δουλείας των αρχαίων χρόνων αλλά της κατάργησης αυτής των σύγχρονων.
Σήμερα όλοι δουλεύουν για τους λίγους και όταν οι «όλοι» γυρνάνε κουρασμένοι απ΄ τη δουλειά θέλουν να ξεκουράσουν το σώμα τους και να ξεγελάσουν το μυαλό τους δίνοντάς του την ψευδαίσθηση ότι διασκεδάζει. Η λύση; Τηλεόραση ή αλλιώς η δουλεία των εικόνων.
Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι και οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν καλύτεροι. Αβέρτα πολέμους έκαναν, τις γυναίκες τις υποτιμούσαν, άσε που σκότωσαν και το Σωκράτη. Και δεν είχαν ούτε πολυεθνικές, ούτε τράπεζες, ούτε – το σημαντικότερο – τηλεόραση. Ναι αλλά τουλάχιστον σκέφτονταν, τουλάχιστον παρήγαγαν πολιτισμό, τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο κόσμος μας. Οφείλω όλα αυτά να τους τα αναγνωρίσω κι ας μην τους συγχωρώ ότι σκότωσαν το Σωκράτη.
Τελικά, ο άνθρωπος μετά τον άνθρωπο παρέμεινε άνθρωπος. Με λιγότερες τρίχες και περισσότερα κρίματα στην πλάτη του. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε έμεινε όνειρο που παίρνει σάρκα και οστά μόνο σε κόμικ και ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Και ο σύγχρονος άνθρωπος ακόμα να ξεμπερδέψει τη μάσκα από το πρόσωπό του. Τον άνθρωπο από τον απάνθρωπο.
Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι δεν «γεννιούνται» πια «Σωκράτες». Ούτε καν για να τους σκοτώσουμε.

tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

“Όχι θα σκάσω”

tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Κοιτώ και βλέπω κενό. Το κενό του άδειου, το κενό του τίποτα. Άδεια βλέμματα, άδεια μαγαζιά. Σκυθρωπά πρόσωπα σε δρόμους της πόλης που έσφυζαν από ενθουσιασμό, παρακαταθήκη μιας κρίσης που χτύπησε πρώτα στην περηφάνια και έπειτα στην τσέπη. Τη στιγμή που η πόλη παραλύει και η απαισιοδοξία μας καλεί να δώσουμε το ύστατο χαίρε, να αποτίσουμε φόρο τιμής στην άλλοτε σιδηρά κυρία, κάτι αλλάζει.

Ένας μπακάλης στην αγορά μου είπε «ευχαριστώ πολύ» και έσταζε μέλι επειδή αγόρασα μαρούλια αξίας δύο ευρώ. Την Κυριακή ο γείτονάς μου, που έπλενε το αμάξι του (ο ίδιος μετά από χρόνια) μου απεύθυνε μια πηγαία καλησπέρα. Κάποια μπαλκόνια πολυκατοικιών έχουν μετατραπεί σε μικρά θερμοκήπια καθώς τα παρτέρια γέμισαν ντομάτες και κρεμμύδια. Περνώντας από τα Λιοντάρια και τη Δαιδάλου, αν και βλέπω λιγότερο κόσμο, ακούω πιο πολλά «γεια», «πού είσαι;», «τι κάνεις;». Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνονται πιο ευγενείς, πιο ειλικρινείς οι άνθρωποι. Υπάρχει ένας κοινός κώδικας που μας ενώνει όλους, είμαστε συνδεδεμένοι λόγω των κοινών δυσκολιών. Δίνουμε περισσότερη σημασία στα απλά. Απειλούμαστε λιγότερο από τα λούσα και την επιτυχία του άλλου γιατί το λούσο είναι πια ντροπή και η επιτυχία δυσεύρετη. Και θέλουμε να γλυκάνουμε τη δική μας δύσκολη θέση, επιβεβαιώνοντας τη δύσκολη θέση του άλλου.

Η κρίση σκορπά στάχτες στον αέρα κι από αυτές αναγεννιούνται μικροί Φοίνικες, κινήματα πολιτών, νέες αξίες, αλλιώτικες συμπεριφορές. Δεν χάνεται αναγκαστικά η ουσία της ανθρώπινης επαφής και της διασκέδασης όταν το δίλλημα «βγαίνουμε» Χάνδακος ή Κοραή αντικαθίσταται από το «μένουμε» σπίτι σου ή στο δικό μου. Άλλωστε, όταν βρισκόμαστε σε κάποιο σπίτι με φίλους, βρισκόμαστε με φίλους και όχι τυχαία με δεκάδες γνωστούς. Επιλέγουμε εμείς τη μουσική κι όχι ένας DJ κολλημένος στην jazzbit, poptsiftetel, laikobluzσκηνή. Αλλάζουμε το φωτισμό και τη διακόσμηση ανάλογα με τα κέφια. Το μενού είναι δικό μας και το αποτέλεσμα: σπιτικό φαγητό για έξι άτομα. Κόστος; Πενήντα δύο ευρώ. Απόλαυση; Ανεκτίμητη. Κάθε σπίτι εστιατόριο και κάθε μπαλκόνι ημιυπαίθρια καφετέρια.

Οι ποδηλάτες αλωνίζουν το κέντρο και φτάνουν πριν από όλους στον προορισμό τους. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους ότι είναι περήφανοι γι’ αυτό που κάνουν και πως νιώθουν οίκτο για όλους τους υπόλοιπους fun του μηχανοκίνητου αθλητισμού που επιμένουν να ταλαιπωρούν εαυτούς και περιβάλλον.

Όσοι ακόμα βλέπουν τηλεόραση, δεν πιστεύουν όσα ακούνε και πολλοί απ’ όσους έβλεπαν, δε βλέπουν πια. Όλο και περισσότεροι αρνούνται να υποκύψουν σε καρεκλοκένταυρους, βολεμένους, ξερόλες, μίζερους, στατιστικολόγους, αναλυτές.

Μια κοινωνία ορθιοκουνιστών θαμμώνων σε μαγαζιά κώφωσης χωρίς χώρο ποτοστάθμευσης, τηλεορασόπληκτων ματάκηδων, γκαζοεξαρτημένων σβούρων, αλλάζει, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή. Η Κρίση αδειάζει την τσέπη και οξύνει την κρίση, θα έλεγε κάποιος και κάποιος άλλος ότι καθαρό μυαλό με άδεια τσέπη τι να το κάνεις;

Τότε είναι που χτυπούν οι γλυκύτατοι έως μακάριοι εκπρόσωποι μιας ομάδας ανθρώπων στην οποία ανήκει ένας φίλος που τυχαία συνάντησα προχθές. Αυτό που λέμε, μια κατηγορία από μόνος του.

«Γράψε κάτι για την Κρίση στο Ηράκλειο», μου λέει. «Κι εγώ αυτό κάνω». «Γράφεις;», τον ρωτάω. «Την γράφω», μου απαντά. «Κυριολεκτικά. Φέρε μου ένα χαρτί να δεις». Έβγαλα το σημειωματάριο, του έδωσα στυλό. Έγραψε:

«Κρίση, Κρίση, Kρίση. Όχι θα σκάσω».

logo_sitee

Γράμμα ενός παιδιού στον δήμαρχο (1989)

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2009

Κύριε Δίμαρχε,

Με λένε Νικόλα και είμαι δέκα χρονόν. Πάω στη τετάρτη τάξη του δημοτικού. Πριν λίγο καιρό ήρθα από τη γερμανία με τους γονίς μου. Το νέο μας σπίτι στο Ηράκλειο είναι πολύ όμορφο και η γειτονιά μας έχει πολλά χωράφια για να παίζω μπάλα με τους φίλους μας. Στη Νιρεμβέργη πήγαινα σε ελληνικό σκολείο αλλά πιο πολλές ώρες κάναμε γερμανικά. Εγώ δεν ήθελα αλά η μαμά μου μου έλεγε ότι θα μάθω να λέω στους γερμανούς πόσο όμορφι είναι η χόρα μου. Εγώ όμος φοβόμουν να τους τα πο όλα αυτά μην έρθουνε ξανά και μας κάνουνε την κατοχή.

Το Ηράκλειο είναι η πόλη του μπαμπά μου και την αγαπάει πάρα πολύ ακόμα και όταν οι φίλη του του λένε πως είναι χτισμένη πάνο στην πλάτη της θάλασσας. Τους άκουσα μια μέρα να το λένε αναμεταξί τους και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό είναι άσχιμο. Έχω ακούσει τους φίλους τουνα λένε ότι δεν έχει μεγάλο γήπεδο, ότι δεν φτιάχνονται γέφυρες, πεζοδρόμους για τις μανάδες με τα καρότσια τους που θέλουνε να πάνε βόλτα τα μοράκια τους, ότι οι δρόμοι είναι μικρή και έχουνε λακουβίτσες, ότι τα λιονταράκια της είναι παλιά και λερομένα με μπογιές και ότι η παραλιακή της έχει αυτοκίνητα και δεν μπορούνε τα παιδάκια να παίξουνε εκεί. Ακόμα πως οι τήχοι της που τη σόσανε στα αρχέα χρόνια από τους πιρατές είναι χαλασμένη. Γι’ αυτό και φοβάμε μην έρθουνε πάλι οι γερμανοί όπως το 1940 και μας κάνουνε πόλεμο.

Εγώ κύριε δήμαρχε αγαπάω το Ηράκλειο γιατί είναι η πόλυ του μπαμπά μου και γιατί πάντα μου έλεγε ότι είναι η πατρίδα μας. Θέλω να σας πω ότι αν την κάνετε πιο όμορφη και επηδή είναι χτισμένη πάνο στη θάλασα μπορεί οι γερμανοί να τη βρούνε πάλι και να θέλουν να τη ξανακλέψουνε και έτσι ο μπαμπάς μου να πρέπει να πάει στον πόλεμο.

Γιαφτό εμένα δε με νιάζει. Και έτσι την αγαπάω πολύ και θέλω να τη κρατίσω με τους φίλους μου και να μη ξαναφήγω από δο που γεννήθηκαν οι προγγόνοι μας. Γιαφτό κύριε δήμαρχε σας γράφο αφτό το γράμα και σας λέω ότι οι φίλοι του μπαμπά μου που μίνανε στη γερμανία και που λένε όλα αφτά είναι χαζοί και δεν αγαπάνε την Ελλάδα όπος εμείς. Εύχομαι να μην ξαναφίγω ποτέ και να μην πειράξει κανίς τη παρτίδα μου. Και αν γίνει ποτέ του πόλεμος εγώ θα πάρω το αεροβόλο μου και θα πολεμίσο όπος οι προγγόνοι μας. Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι.

Νικόλας Σμυρνάκης, μαθητής

Κύριε Δήμαρχε,

Ο Νικόλας μεγάλωσε. Ξανάφυγε απ’ τον τόπο του και επιστρέφοντας είδε μια πόλη σταδιακά να αλλάζει. Γήπεδο ολυμπιακών προδιαγραφών να χτίζεται, γέφυρες να φτιάχνονται, τα τείχη να αξιοποιούνται και τα λιοντάρια μετά από πολλές προσπάθειες να γίνονται και πάλι κέντρο αναφοράς της πόλης, κερδίζοντας κάτι απ’ την χαμένη τους αίγλη. Πεζόδρομοι στο κέντρο να δημιουργούνται, μικρά μουσεία να ξεφυτρώνουν, πολιτιστικό κέντρο να ετοιμάζεται, κινηματογράφοι και εμπορικά κέντρα να ανεγείρονται και το κυριότερο, να αξιοποιείται η «πλάτη» της πόλης διαμορφώνοντας σιγά σιγά ένα όμορφο κι απ’ ό,τι διαφαίνεται προσπελάσιμο χώρο για γαλήνιες παραθαλάσσιες βόλτες.

Κύριε Δήμαρχε, ευχαριστούμε για τα έργα που αλλάζουν τη μορφή του Ηρακλείου αλλά επιτρέψτε μου να νιώθω ακόμα στενάχωρα για την άλλη πόλη, αυτή εκτός των τειχών και τη δυσαναλογία των έργων της. Γιατί ένα παραμένει πάντα στάσιμο να θυμίζει το Ηράκλειο του 1989. Μάλιστα μπορώ να πω, δίχως ίχνος υπερβολής, ότι η κατάσταση από τότε έχει χειροτερέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουμε φτάσει σήμερα στο κρίσιμο σημείο εκείνο, που εμφατικά αποκαλούμε «δίχως γυρισμό».

Την ώρα, λοιπόν, που η πόλη παίρνει χρώμα με σημαντικότερη όλων, κατά τη γνώμη μου πάντα, την προσπάθεια αξιοποίησης της παραλιακής, οι δρόμοι που οδηγούν σε κάποιες απ’ τις πιο γνωστές γειτονιές αλλά και στα πιο κοντινά προάστιά της (Πλατεία Σινάνη, Μεσαμπελιές, Βασιλειές) μαρτυρούν από τις πληγές του οδοστρώματος. Και εμείς μαζί τους. Πολλοί από μας, για να φτάσουμε στην παραλιακή, θέλοντας και μη, πρέπει να περάσουμε από την Παπαπέτρου Γαβαλά, την Ανθέων, την Ούλαφ Πάλμε και δεκάδες άλλες αρτηρίες που ενώνουν τους πολίτες των προαστίων με το ιστορικό τους κέντρο. Βέβαια το να «περάσουμε» είναι μια κουβέντα που θεωρητικά αποτελείται από μια απλή λέξη αλλά είναι κι αυτή η Πράξη που όταν μπλέκεται στα πόδια της Θεωρίας πληγώνει τα στόματά μας για την αγαθή προαίρεσή τους.

Αναρωτιέμαι, εμείς φταίμε που πέφτουμε πάνω στα χιλιάδες σαμάρια και μέσα τις λακκούβες που ανταγωνίζονται σε μέγεθος τις γεωργικές γεωτρήσεις (με αρκετή δόση υπερβολής αυτή τη φορά), ή μήπως αυτές που υπάρχουν; Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι πως τα έχουμε συνηθίσει τόσο όλα αυτά που σχεδόν πια δεν μας ενοχλούν. Τα έχουμε καταστήσει αυτονόητα και το μόνο «ατύχημα» απ’ το οποίο πλέον κινδυνεύουμε είναι η απάθεια και η νωχέλεια του νου μπροστά στο απαράδεκτο που ζούμε.

Αποκτούμε παραλία, γήπεδο, πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα αλλά δεν έχουμε δρόμους για να τα επισκεπτούμε. Νιώθω σαν να κέρδισα ξαφνικά τον πρώτο αριθμό του Joker χωρίς τη βασική παιδεία για να διαχειριστώ τον πλούτο μου. Νιώθω σαν αναλφάβητος καθηγητής Πανεπιστημίου. Πραγματικά σας ευχαριστώ που ομορφαίνετε την πόλη, μα δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο την αγανάκτηση που ξεχειλίζει μέσα από τα, ευτυχώς ακόμα ανοιχτά, παράθυρα των αυτοκινήτων μας.

Χθες ο μηχανικός διέγνωσε πρόβλημα σε σχεδόν καινούριο αυτοκίνητο. Ίσιωμα στις ζάντες και αλλαγή στα αμορτισέρ ήταν η «ετυμηγορία» και μερικές εκατοντάδες ευρώ η «εγγύηση». Για μια στιγμή αισθάνθηκα ένοχος για κάθε χτύπημα που τράνταζε το αυτοκίνητο όταν και βούλιαζε σε μια από τις εκατοντάδες κακοτεχνίες των δρόμων. Μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είχα και πολλές επιλογές καθώς πλέον οι παγίδες του οδοστρώματος δεν αποφεύγονται. Γιατί δεν είναι ο δρόμος γεμάτος κακοτεχνίες. Είναι οι κακοτεχνίες γεμάτες δρόμους.

Κύριε Δήμαρχε, δεν αμφισβητώ την καλή προαίρεσή σας αλλά μην αφήνετε τους εργολάβους να παίζουν παιχνίδια πλουτισμού στην πλάτη τη δική σας και τη δική μας, μην τηρώντας ούτε στο ελάχιστο τις προδιαγραφές κατασκευής της ως τώρα πήλινης ασφάλτου. Γιατί το οδόστρωμα περιφερειακών οδών σπάει σαν φύλλο κρούστας μετά από λίγες σταγόνες βροχής και μερικές εκατοντάδες λαστιχένια πατήματα;

Κύριε Δήμαρχε, δεν φοβάμαι πια τους πειρατές από μακρινές χώρες ούτε τους φίλους Γερμανούς μην κηρύξουν πόλεμο στον κατά τα άλλα ζηλευτό μας τόπο, αλλά τους εχθρούς εντός μας που τραγουδούν παρέα με τη Σειρήνα της Βόλεψης τραγούδια της Λήθης. Κύριε Δήμαρχε, εκτιμώ το έργο σας αλλά ζητώ να βελτιωθεί η καθημερινότητά μας κι όχι μονάχα η Κυριακή μας. Ζητώ να μας μάθετε γράμματα πριν μας δώσετε το πανεπιστημιακό μας δίπλωμα. Δυο πράγματα μας διαφοροποιούν από εσάς. Το ένα υπακούει στα κελεύσματα της θεωρίας και το άλλο ζητά τη μόνη ουσιαστική επιβεβαίωσή της. Την Πράξη. Γιατί εσείς μπορείτε. Κι αν όχι άμεσα, αν όχι τώρα, τουλάχιστον από «χθες». «Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι».

Με εκτίμηση,

Νικόλας Σμυρνάκης, πολίτης

logo_sitee

Η “κοινωνική προσφορά” των πολιτικών

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Για να μπορείς να προφυλάσσεσαι απ’ το ψέμα πρέπει να το καταλαβαίνεις. Για να το καταλάβεις χρειάζεσαι ανθρώπους δίπλα σου να ψεύδονται ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση, για να μελετάς τις εκφράσεις του προσώπου, την γλώσσα του σώματός τους και όποιες άλλες μεθόδους επιστρατεύουν για να κρύψουν την αλήθεια και να πείσουν για το ανυπόστατο. Πώς όμως θα καταλάβεις ότι πράγματι κάποιος ψεύδεται όταν τις περισσότερες φορές η υποψία σου αδυνατεί να γίνει απόδειξη; Πως θα εξασκηθείς αν δεν είσαι σίγουρος ότι τα φούμαρα που ακούς είναι πράγματι τέτοια;

Εδώ είναι που έρχονται οι πολιτικοί να μας παράσχουν σημαντικότατη κοινωνική προσφορά, γι’ αυτήν που άλλωστε προορίζονται, τρελαίνοντας όλους τους μετρητές ψεύδους ή αν θέλετε τους μετρητές παραποίησης ή ωραιοποίησης της εκάστοτε αλήθειας. Και όλα αυτά πάντα για το εθνικό συμφέρον (δικαιολογία προσιτή όταν αποκαλύπτεται το ψέμα τους), για λόγους που ο απλός πολίτης δεν δύναται να κατανοήσει. Από πότε μια πειστική δικαιολογία είναι ικανή να παραπλανήσει τον θηρευτή της αλήθειας; Από τότε που αφήνουμε τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας να την χρησιμοποιούν. Μην ακούτε που λένε ότι η τηλεόραση εξασθενεί το μυαλό. Μία ώρα παρακολούθηση την ημέρα, ειδικά εκεί στην ζώνη την «ενημερωτική», μεταξύ 8 και 9, θα δώσει την λύση που τόσο καιρό αναζητούσαμε. Το αντίδοτο του ψεύδους στην καθημερινή ζωή μας, περνά μέσα από την μελέτη της προσωποποίησής του, στα βραδινά δελτία των «βομβαρδισμένων» δεκτών μας.

Μιλώντας για τους πολιτικούς, μου έρχεται η σάτιρα στο μυαλό. Η άλλοτε πηγή πληροφόρησης για τον σκεπτόμενο πολίτη γίνεται σιγά σιγά διέξοδος από την καθημερινότητα του απογοητευμένου πολίτη. Η κύρια τροφή της σάτιρας, οι πολιτικοί, με τις υπερβολές τους, τα καταφανέστατα ψέματά τους, την αγενή συμπεριφορά τους στα παράθυρα – τσίρκα των οποίων καθημερινά γινόμαστε θεατές, τις γενικές απαντήσεις-υπεκφυγές σε ευθείες ερωτήσεις, τους βαρύτατους χαρακτηρισμούς, την λάσπη, τις ευθύνες που ο ένας εξαπολύει στον, κατά τα άλλα, εντιμότατο και άξιο σεβασμού συνάδελφό του, προσφέρουν τόσο υλικό, που για να επεξεργαστεί από σχολιαστές και σατυρικούς συγγραφείς δεν φτάνουν ούτε δέκα εκπομπές και σατιρικές παραστάσεις την εβδομάδα. Οι πολιτικοί πάντως, τα καταφέρνουν και χωρίς τη σάτιρα μια χαρά, μια και είναι μια σάτιρα από μόνοι τους. Ποιο είναι το όπλο τους; Η υπερβολή. Και πώς να υπερβάλεις την τόση υπερβολή; Κουραστήκαμε να τους βλέπουμε να πιάνονται απ’ τα μαλλιά τους την ώρα που πνίγονται. Κανείς δεν τους ενημέρωσε ότι με όλα τα χέρια απασχολημένα στο τελευταίο εν ζωή ξεψείρισμα, χάνουν την ευκαιρία να κολυμπήσουν, να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια, έστω απεγνωσμένη, για λίγο ακόμα στην επιφάνεια να κρατηθούν. Μήπως έτσι καταφέρουν, επιτέλους, να προσφέρουν σ’ αυτόν τον τόπο κάτι πολυτιμότερο από την, κατά τ’ άλλα, σεβαστή υστεροφημία τους.

Είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό τους, όχι πολύ χαριτωμένο, που πάντα με εκπλήσσει γιατί πάντα επιβεβαιώνεται. Η άρνησή τους να ακούσουν αυτό που ο συνομιλητής τους ως άποψη εκφράζει. Μιλούν πάνω στη φωνή των άλλων καλεσμένων λες και αυτοί βρίσκονται εκεί απλά για να αυγαταίνουν τα παράθυρα και για να γίνεται ο απαραίτητος σαματάς. Τους διακόπτουν συνέχεια και πάντα θεωρούν ότι οτιδήποτε λέγεται, με άλλη απ’ τη δική τους γλώσσα, είναι μακριά απ’ την ουσία του θέματος ή εντελώς εσφαλμένο. Πράγμα, φυσικά, που εμφανώς διαφαίνεται απ’ το ειρωνικό ως απαξιωτικό χαμόγελό που διόλου δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν.

Οι ομηρικοί διάλογοι είναι γνωστοί για το ασυνήθιστα μεγάλο μήκος και την ένταση που κάθε στίχος τους εσωκλείει. Είναι όμως και μια άγνωστη στις μέρες μας αρετή που χαρακτηρίζει τους διαλόγους αυτούς. Ανεκτικότητα ονομάζεται και κάνει τον πιο θεοσεβούμενο ήρωα να ακούει τον Θεό του να υβρίζεται απ’ τον συνομιλητή του. Σχεδόν ευλαβικά ακούει και περιμένει την σειρά του να απαντήσει. Οι σχολιαστές που χαρακτηρίζουν τις συζητήσεις των πολιτικών μας «ομηρικές», έχουν μάλλον να διαβάσουν Όμηρο από το Γυμνάσιο. Τι είναι τελικά ο διάλογος, τι είναι η συζήτηση; Μονόλογοι τόσοι όσοι και οι εμπλεκόμενοι στη συζήτηση, θα έλεγε κάποιος. Αν αυτό είναι συζήτηση τότε οι πολιτικοί μας συζητούν. Αν όμως είναι μονόλογοι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αν κάθε μονόλογος είναι αντίδραση στην δράση του προηγουμένου, τότε για ποια συζήτηση ποιων εμπλεκομένων μιλάμε;

Λίγο πιο πέρα συναντώ μια άλλη κατηγορία πρεσβευτών της επικοινωνίας. Τους πιο ευγενικούς που αφήνουν τον συνομιλητή τους να μιλήσει για να ανακατέψουν τα χαρτιά τους και να βάλουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους που αδημονούν να στολίσουν με λόγια. Τα άδεια τους μάτια καταδεικνύουν πως το μυαλό τους ταξιδεύει στη «Χώρα των επιχειρημάτων» κι ας κουνάνε μηχανικά το κεφάλι, κι ας κοιτούν τον ομιλών στα μάτια. Τελικά, όποιος σε μια συζήτηση ενθουσιάζεται περισσότερο με τα δικά του λεγόμενα παρά με αυτά του συνομιλητή του, τον οποίον δεν πολυακούει αλλά θεωρεί πρόσχημα για έκθεση ιδεών, είναι σαν δέντρο δίχως ρίζες. Αγέρωχο παρουσιάζεται μπρος στο «κοινό» του, μα οι πραγματικοί γνώστες έχουν επίγνωση της στασιμότητάς του. Ούτε άλλη τροφή, ούτε παραπανίσιος πόντος.

Και που θα μπορούσε να φτάσει…

Αφοριστικά ακούγονται όλα αυτά και ξέρω πως οι γενικεύσεις πολλές φορές σε οδηγούν στο να χάνεις το δίκιο σου, καθώς δύσκολα ευσταθούν. Και στατιστικά να το πάρεις, δεν μπορεί, σε ένα τόσο τεράστιο δείγμα κάποιος θα διασώνεται, τον οποίο και αδικείς συμπεριλαμβάνοντάς τον στο υπερβολικό «όλοι». Ίσως ο αφορισμός αυτός να είναι μια αποτυχημένη εκ μέρους μου προσπάθεια σατιρισμού των πολιτικών, ίσως κι εγώ να προσπαθώ να υπερβάλλω την υπερβολή τους. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν αρκούν μερικοί υγιείς σπόροι για να διασώσουν ένα κατά πως όλα δείχνουν, σάπιο φρούτο.

Αν, λοιπόν, το να θέσει κάποιος τις πραγματικές ερωτήσεις είναι το πρώτο και πιο αποφασιστικό βήμα για να καταλήξει σε ουσιαστικές απαντήσεις, τότε επαναπροσδιορίζω το ερώτημα που, ώρα τώρα, έχω στο μυαλό μου. Φταίει τελικά το φρούτο που είναι σάπιο ή εμείς που μετά από τόσες πικρές μπουκιές «ψωνίζουμε» ακόμα απ’ το ίδιο καλάθι;

logo_sitee

Στο ‘να χέρι η Coca cola στ’ άλλο το Marlboro

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Τα Αμερικανάκια φταίνε για όλα. Αυτά που έχουν στο ένα χέρι την coca cola, στο άλλο το πακέτο Marlboro και στο κεφάλι πολύ μυαλό. Και το τελευταίο αυτό δεν το αναφέρω καθόλου ειρωνικά.

Έχουμε δαιμονοποιήσει τους Αμερικάνους ανακηρύσσοντάς τους, τους κακούς του πλανήτη. Και είναι οι κακοί. Οι κυβερνήσεις τους δηλαδή. Αναγκαστικά. Ο έχων τη δύναμη δεν μπορεί παρά να μπει στον πειρασμό να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Άρα να αδικήσει, μια και τα συμφέροντα του πλανήτη αποκλείεται να ταυτίζονται με τα δικά του. Είναι κακοί λοιπόν και καλά κάνουμε και τους αντιμαχόμαστε. Η Κακία κι η Αδικία, οι δίδυμες αδερφές του ανθρώπου, πάντα θα έχουν πρόσωπο πάνω στη γη. Και στις μέρες μας έχουν. Και είναι βαμμένο με την αστερόεσσα. Και καλά θα κάνουμε να συνεχίσουμε να το αντιμαχόμαστε.

Τον μύθο, όμως, ότι είναι χαζοί οι Αμερικάνοι κι ότι δε βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους, ποιος τον έχει καλλιεργήσει; Γιατί αν πράγματι δεν ξέρουν τι γίνεται πέρα απ’ τη μύτη τους, είναι γιατί κάτω απ’ τη μύτη τους έχουν όλο τον κόσμο και μέρος του λοιπού σύμπαντος. Δεν έχουν, λοιπόν, ανάγκη να κοιτάξουν παραπέρα.

Κάτι καλό, όμως, θα έχουν να επιδείξουν πέραν της κακίας τους. Κι αν ναι, τι είναι αυτό το τόσο διαφορετικό που τόσο συχνά τους οδηγεί στην επιτυχία; Η Αμερική, δεν είναι η χώρα της ευκαιρίας μόνο γιατί είναι αχανής, με εκατομμύρια πιθανούς πελάτες, μα κυρίως γιατί όλοι αυτοί είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν κάθε καινούρια ιδέα. Η επιδεκτικότητα αυτή δεν είναι παρά το βασικό συστατικό της αλλαγής και της προόδου. Δεν βολεύονται στον καναπέ της γιαγιάς βλέποντας 5 ιδιωτικά κανάλια. Βρίσκουν τρόπο να παρακολουθούν, σε υπερσύγχρονους αναδιπλούμενους καναπέδες-κρεβάτια που φτιάχνουν μαύρο καφέ και ψήνουν pancakes, πάνω από 200 κανάλια. Θα μου πείτε και τι; Μας προτείνεις το βόλεμα; Όχι βέβαια. Αν κοιτάξουμε πίσω απ’ αυτό το βόλεμα – χάζεμα – αποβλάκωμα, που φυσικά είναι ταυτόσημο με τον ψυχοπνευματικό θάνατο, θα διακρίνουμε χιλιάδες ανθρώπους να δουλεύουν και να κινητοποιούνται καθημερινά στον τομέα της επιπλοποιίας και των τηλεπικοινωνιών ψάχνοντας για την πρωτοτυπία, τη διαφορετικότητα.

Θα μπορούσα με ευκολία να αναφέρω δεκάδες άλλους τομείς της οικονομίας, της τέχνης, του αθλητισμού που είναι πρωτοπόροι. Αλλά αυτό το βόλεμα δείχνει μια τάση απ’ την οποία θέλω να πιαστώ για να κάνω σαφές τον συνειρμό μου. Ακόμα και σε μια απ’ τις χειρότερες εκφράσεις του πολιτισμού τους, στο βόλεμά τους, είναι πρωτοπόροι. Αυτή είναι η τάση τους. Να πηγαίνουν μπροστά. Πολλές φορές νομίζουν ότι βαδίζουν μπροστά χτυπώντας την πλάτη τους σε τυφλούς τοίχους και βυθιζόμενοι σε έναν παχύρρευστο βούρκο ωμής φθήνιας: βλέπε τα εύπεπτα προγράμματα προβολής της βίας, των ναρκωτικών, της πολεμικής προπαγάνδας, του στεγνού σεξ, της εκμετάλλευσης της ανάγκης του φτωχού, της ιδιωτικής ζωής, του προτύπου ότι αν δεν είσαι πλούσιος δεν υπάρχεις κτλ.

Κι όμως, πάντα θέλουν να βαδίζουν μπροστά. Να καταφέρνουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό που έχουν. Συχνά το περισσότερο είναι χειρότερο από το λίγο. Αλλά ποτέ δεν τους λείπει η διάθεση να δουλέψουν, να ρισκάρουν, να προσπαθήσουν. Και να πάρουν κι άλλους μαζί τους σ’ αυτήν την πορεία. Παροτρύνουν συνεχώς ανθρώπους πρωτοπόρους, με φρέσκιες ιδέες, να κυνηγήσουν τ’ όνειρό τους και καραδοκούν σαν αρπαχτικά για ό,τι νέο, θέλοντας να δοκιμάσουν την επιτυχία του. Κι αυτή είναι η επιτυχία τους. Αν, για παράδειγμα, προσπαθήσεις να τους πωλήσεις ένα νέο προϊόν που χωρίς ιδιαίτερο κόστος θα βελτιώσει τη ζωή τους, προστατεύοντας την υγεία τους, θα σου φιλήσουν τα χέρια. Ενώ εδώ, θα σε κατηγορήσουν πρώτα για ψεύτη, μετά για εκμεταλλευτή, έπειτα για κερδοσκόπο. Παραθέτω το παρακάτω μη αμερικάνικο διάλογο ενός πρωτοπόρου κι ενός ξερόλα. Για την ιστορία, ο πρωτοπόρος μετανάστευσε στην Αμερική κι ο ξερόλας πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ.

– Μα, αφού και σεις δεχθήκατε πως το προϊόν μου είναι καλύτερο για την υγεία όλης της οικογένειάς σας, κύριε Μονίμως Υποψιασμένε. Γιατί δεν το αγοράζετε;

– Γιατί να κερδίσεις εσύ από τη δικιά μας βελτιωμένη υγεία;

– Δηλαδή, αν τα χρήματα πήγαιναν σε έναν φιλανθρωπικό σκοπό θα το αγοράζατε ευκολότερα;

– Ίσως.

– Και δεν θα ήσασταν φιλάνθρωπος αν βοηθούσατε έναν άνθρωπο σαν εμένα να ζήσει την οικογένειά του τίμια, δίδοντας μόνο 20 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το προϊόν που μόνο καλό θα σας κάνει;

– Ναι, ξέρεις έχουμε και πολλά έξοδα. Το βράδυ έχουμε κλείσει τραπέζι στα μπουζούκια, είναι και τα 100 ευρώ για τσιγάρα κάθε μήνα.

– Μα τα παιδιά σας;

– Εγώ ξέρω τι είναι καλύτερο για τα παιδιά μου. Όχι εσύ.

Οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρονται πόσα θα κερδίσεις. Δεν φοβούνται το νέο. Δεν το βλέπουν με μισό μάτι επειδή δεν το έχει διαφημίσει ακόμα η τηλεόραση. Και δεν τα ξέρουν όλα. Αντίθετα τους αρέσει να μαθαίνουν. Γι’ αυτό έχουν πιάσει τον κόσμο.

«Προχώρα boy» σου λένε, (ή girl για να είμαι πολιτικά ορθός) είτε προσπαθείς να προωθήσεις ένα νέο προϊόν είτε μια νέα ιδέα. Σε βοηθάνε να την υλοποιήσεις. Κι όταν υλοποιηθεί συνεργάζονται μαζί σου.

Και έχουν μάθει ό,τι κάνουν να το οδηγούν στην τελειότητα ώστε να έχουν ικανοποιημένους πελάτες. Δεν τους αρκεί ότι απευθύνονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Θέλουν και να τους έχουν ικανοποιημένους. Εδώ εμείς λέμε, «μέχρι να έρθουν οι νέοι τουρίστες και να καταλάβουν ότι τους πουλάμε αηδίες, θα έχουν φύγει. Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Αυτή είναι κι η γάτα μας, αυτή είναι κι η ζημιά μας.

Δαιμονοποιεί αυτός που φοβάται. Αυτός που δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που ορθώνεται μεγαθήριο μπροστά του. Κακολογεί και κατηγορεί συνεχώς αυτός που προσπαθεί να υποτιμήσει τον ανώτερο απ’ αυτόν. Μήπως κι έτσι τον φτάσει. Αντί να κατηγορούμε και να δαιμονοποιούμε το σύνολο ενός λαού ας παραδειγματιστούμε απ’ τις μεθόδους, τις υπηρεσίες, τον προγραμματισμό του, την τάση του για τελειότητα.

Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των εθίμων, της κουλτούρας, των προϊόντων και των σκουπιδιών που καταναλώνουμε ακόρεστα προέρχονται από αυτά τα χαζά Αμερικανάκια. Αρκεί να κοιτάξουμε σε έναν ολόσωμο καθρέφτη ή να ανοίξουμε το ψυγείο μας. Ας προσπαθήσουμε να μάθουμε περισσότερα γι΄ αυτούς. Για να ξέρουμε αύριο ποιους ακριβώς κατηγορούμε, για ποιους λόγους, τι αγοράζουμε και κυρίως τι καταπίνουμε αμάσητο.

Και με ρέγουλα την Coca cola και το Marlboro. Μην τους κάνουμε πιο έξυπνους απ’ ότι είναι, για πράγματα χαζά.

logo_sitee

Μετά τις φωτιές τι;

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Μετά τις φωτιές τι; Να ένα ερώτημα που έχει αφήσει τη πικρή του γεύση στα αμάθητά μας χείλη. Για τους ανθρώπους που πέρυσι επλήγησαν οι συνέπειες είναι τόσο πραγματικές που τρομάζουν. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, κόποι μιας ζωής καταστράφηκαν, ίχνη πολιτισμού απειλήθηκαν, ζώα εκδιώχτηκαν απ’ το φυσικό τους περιβάλλον και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον βρέθηκε σε πλήρη ανισορροπία με τον ίδιο του τον εαυτό. Συνέπειες άμεσες, τόσο ισχυρές που διαμόρφωσαν μια καινούρια πραγματικότητα για πολλούς Έλληνες. Μια πραγματικότητα, τόσο κυνική που τρομάζει.

Ο χρόνος δε σβήνει τα τραύματα, τα μετατρέπει σε σημάδια, τέτοια ώστε να είναι ορατά με μια προσεχτική, «πολύξερη» ματιά. Και φυσικά ο χρόνος πέρασε, μα το πώς επέδρασε πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αν τα σημάδια που άφησε είναι βαθιά ή όχι, δυστυχώς, εξαρτάται τόσο πολύ από τους κυρίους που ακόμα διαπραγματεύονται τα κιλά της ευθύνης που στον καθένα αναλογεί.

Αυτή η Ευθύνη! Αλήθεια, που βρίσκεται; Γλίστρησε μέσα από τα προστατευτικά μας χέρια μια μέρα πριν χίλια χρόνια κι ακόμη γι΄ αυτή μιλούμε; Η Ευθύνη, μου μοιάζει με την κοπέλα που χάθηκε πριν χρόνια κάπου στην Ελλάδα και που η φωτογραφία της δεσπόζει ακόμα σε ξεφτισμένες αφίσες, αναρτημένες στα αεροδρόμια του κόσμου, που παρακαλούν όποιον έχει την παραμικρή πληροφορία να επικοινωνήσει με τους δυστυχείς γονείς. Κι εμείς μοιάζουμε με τους γονείς εκείνους, που ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, ελπίζουμε πως μια μέρα θα βρεθεί. Πόσα δεν έχει περάσει στα χέρια των βασανιστών της!… η ευθύνη που την απώλειά της κληρονόμησαν απ’ το παρελθόν οι μεν, την απώλειά της, πάλι, θα κληροδοτήσουν στο μέλλον οι δε. Και σ’ όλα αυτά, πουθενά λόγος για το ειδικό βάρος του σήμερα. Του σήμερα που αντί να διαθέτουμε για ένα καλύτερο αύριο, το σπαταλούμε ψάχνοντας σε λάθους τόπους.

Το κείμενο αυτό δεν είναι ένας λίβελος ενάντια σε ένα σύστημα και στους αντιπροσώπους του για τον τρόπο που συνεχίζουν να διαχειρίζονται μια εθνική καταστροφή. Και πολλές άλλες σαν κι αυτή. Ε, λοιπόν όχι, θα ήμουν πολύ λίγος αν είχα να πω κάτι τόσο τετριμμένο. Άλλωστε τα αυτονόητα πληγώνονται όταν αρθρώνονται από φλύαρες γλώσσες. Το κείμενο αυτό είναι ένα «γιατί» που αφορά πρώτα εμένα, μετά εσάς και τέλος εμάς.

Το καλοκαίρι ήρθε και επανέφερε τις θύμησες της περασμένης φωτιάς αλλά και ξύπνησε τους φόβους για μια ερχόμενη. Ήδη ο Υμηττός αποτέλεσε το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην Αττική. Το καλοκαίρι ήρθε και έγινε η αφορμή για να αναδειχθούν μέσα στο μυαλό μας οι μικρές εθνικές καταστροφές που συντελούνται καθημερινά, οι μικρές πυρκαγιές της ζωής μας που δεν καίνε, μα μας καίνε.

Συχνά κατηγορούμε την Ελλάδα για το πόσο άσχημα μας φέρεται. Φταίει όμως η Ελλάδα; Οι ομογενείς, δακρύζουν και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της και όταν αφήνουν ζωές φτιαγμένες, στρωμένες για την μεγάλη επιστροφή το κάνουν για την Ελλάδα που αγαπούν. Όταν έρχονται εδώ απογοητεύονται, μα πιο πολύ πληγώνονται, πληγώνονται από τους Έλληνες που εδώ ζουν. Όχι από την Ελλάδα. Αυτή είναι υπέροχη. Από τους Έλληνες. Από μας.

Οι Έλληνες, εγώ, εσύ, που πετάμε τσιγάρα στο δάσος νομίζοντας ότι θα σβήσουν στη διαδρομή από το χέρι μας στα ξερά χόρτα. Εμείς που ανοίγουμε το παράθυρο του αυτοκινήτου για να κρεμάσουμε το ένα χέρι απ’ έξω και για να πετάξουμε το κουτάκι του αναψυκτικού, έξω με το άλλο. Ε, τι, να λερώσουμε το καινούριο αμάξι που μόλις πήραμε με τους κόπους δυο δανείων; Το πώς καταφέρνουμε και οδηγάμε με τα δυο χέρια απασχολημένα, δεν το ξέρει ούτε ο δάσκαλος οδήγησης που πληρώσαμε για να πάρουμε το δίπλωμα. Και να ήξερε, δε θα τον βρίσκαμε ποτέ να μας λύσει την απορία, απασχολημένος όπως είναι να βρίζει και να κορνάρει σε άλλους ανίδεους κι αγενείς. Σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους οδηγούς δηλαδή.

Εμείς, που αναθέτουμε σε εργολάβους να φτιάξουν τους δρόμους μας με υλικά μιας παιχνιδούπολης χτισμένης από λέγκο και δεν απαιτούμε να τιμωρηθούν στην πρώτη λακκούβα που σκίζει το λάστιχο στα δυο. Μα όχι, την κακή μας τύχη σιχτιρίζουμε. Ούτε διανοούμαστε ότι όταν κάποιος ανέλαβε το έργο, αυτή η λακκούβα – γεώτρηση δεν ήταν στα σχέδια του αρχικού κατασκευαστή. Έχουμε φτάσει στο σημείο, να πειστούμε πως εμείς φταίμε που δεν ήμασταν αρκετά ικανοί ν’ αποφύγουμε τη λακκούβα. Κι ας κινδυνεύαμε να εμπλακούμε σε ατύχημα με τις στραβοτιμονιές μας. Εμείς φταίμε κι όχι εκείνοι που την άφησαν να γίνει. Άλλωστε, που να βρεις το δίκιο σου με το ελληνικό κράτος; Έτσι δε λέμε; Το χειρότερο είναι πως μας έχουν κάνει να το πιστεύουμε. Γιατί πλέον, πιστεύουμε μόνο ότι μας διαβεβαιώνουν ότι είναι αλήθεια. Μας έχουν μάθει να μη διεκδικούμε το δίκιο, να αγαπούμε την απάθεια. Έτσι τους βολεύει.

Εμείς, που θεωρούμε φυσικό να ονομάζουμε διεφθαρμένους αυτούς που βολεύουν τους δικούς τους, γιατί, απλά, έτυχε να μην είμαστε ανάμεσα σ’ αυτούς. Μα μόλις τα πράγματα αλλάξουν και βολευτούμε εμείς, μόλις γίνουμε εμείς «δικοί τους», τότε νιώθουμε επιτέλους δικαιωμένοι και σίγουροι ότι η φυσική τάξη αποκαταστάθηκε.

Εμείς, που προσποιούμαστε ότι δουλεύουμε με τον καφέ για σύμμαχο και την εφημερίδα κάτω απ’ το γραφείο και μόλις κάποιος τολμήσει να μας ζητήσει το λόγο, φωνασκούμε για το θράσος που είχε να μας υπενθυμίσει ότι στη θέση μας βρισκόμαστε για να εξυπηρετούμε και να γινόμαστε παραγωγικοί για τον τόπο και τους συνανθρώπους μας. Γιατί εμείς έχουμε δίκιο πάντα, γιατί εμείς γεννηθήκαμε γνωρίζοντας τα πάντα. Μα στην προσπάθειά μας να αναγνωριστούμε από τους γύρω μας, προβάλλουμε την ημιμάθειά μας καταφέρνοντας, πάντα πολύ επιδέξια, να επιδεικνύουμε την άγνοιά μας. Και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.

Και όχι μόνο φταίει πάντα ο άλλος, αλλά και όταν η κατσίκα του πεθαίνει να χαιρόμαστε, για να δανειστώ το πετυχημένο ανέκδοτο ενός ανθρώπου που έφυγε απ’ τη ζωή. Τι πιο απλό απ’ το να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου, όταν αυτή δεν μας στοιχίζει; Ε, λοιπόν, δυστυχώς, υπάρχει κάτι πιο απλό και είναι να λυπούμαστε και να θέλουμε η χαρά κάποιου να γίνει λύπη, σαν τη δική μας και ακόμα μεγαλύτερη. Τελικά, η διαφορά καλού και κακού βρίσκεται στην ευκολία να το διαπράξεις. Σκεφτείτε πόσο εύκολα ρίχνουμε κάποιον για να ανέβουμε εμείς οι ίδιοι στα μυωπικά μας μάτια και πόσο δύσκολα αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του. Δε μπορεί, και στατιστικά να το πάρεις κάποιος θα είναι καλύτερος από μας. Ναι, ξέρω, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Άλλο ένα σφάλμα στη στατιστική της ζωής..

Από έναν πολιτισμό γεμάτο φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες και αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο σύγχρονος κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, καταντήσαμε στον πολιτισμό του φραπέ και του λουλουδιού. Αυτού που πετάμε το βράδυ στα πόδια της «αοιδού». Και θέλουμε και να χτυπάμε την «αρχαιότητά μας» στον υπόλοιπο κόσμο απαιτώντας να μας σέβονται για ένα παρελθόν που θα έπρεπε να προσπαθούμε να τιμούμε περισσότερο, εμπνεόμενοι από αυτό, κι όχι σκυλεύοντάς το. Άλλωστε όταν εμείς εφευρίσκαμε τις ουσιώδεις έννοιες του πολιτισμού, οι ξένοι κρέμονταν από τα κλαδιά των πιο ψηλών δέντρων. Έτσι δεν μας αρέσει να λέμε; Μήπως, όμως, το αρχαίο καθαρό αεράκι εκεί πάνω, τους πλάτυνε τον νου ώστε να βλέπουν τα πράγματα λίγο πιο διορατικά στο παρόν τους;

Οι φωτιές, οι βίλες που ξεφυτρώνουν στα καμένα, είναι η μεγαλύτερες εκφράσεις μιας αδιαφορίας και ενός ψευτο-εγωισμού που μας χαρακτηρίζει και μας κάνει να πληγώνουμε την Ελλάδα που τόσο αγαπάμε. Γιατί όλοι φταίμε για τα κακώς κείμενα που οκνηρά παρακολουθούμε απ’ την τηλεόραση, ντυμένα με θρίλερ μουσική, κι ας μην ανάβουμε με τα ίδια μας τα χέρια τις φωτιές. Η αδιαφορία καίει τις καρδιές μας, η στάχτη της μαυρίζει τις ψυχές μας κι αυτή είναι για μας, μια καθημερινή εθνική καταστροφή.

Κι όμως, έχουμε τη δύναμη να εξυψωθούμε και το αποδεικνύουμε όταν βρισκόμενοι στο εξωτερικό και εντασσόμενοι σε ένα σύστημα που δεν τρέφεται απ’ την ασυδοσία, την νωχέλεια και τον ωχαδερφισμό, μεγαλουργούμε. Γιατί όταν απειλούμαστε γινόμαστε μια γροθιά, έτοιμοι να βρεθούμε δίπλα στον συνάνθρωπό μας, αρωγοί και προστάτες του. Γιατί είμαστε γεννημένοι για μεγάλα πράγματα και το πιστεύω βαθιά, αρκεί να ξεφύγουμε από το ασφυκτικό μας καβούκι μέσα στο οποίο ψάχνουμε χρόνια τώρα, χώρο για να βολευτούμε, νομίζοντας ότι αυτή η εγωιστική γωνιά μας, είναι αφετηρία, μαζί και προορισμός.

Ίσως, θα ήταν πιο συνετό να αρχίσουμε να αντιδρούμε όταν αγγίζουν το δέρμα μας, παρά όταν τρυπάνε τη σάρκα μέσα απ’ αυτό. Λίγο πιο γρήγορα δηλαδή. Όχι μόνο, όταν ο κόμπος φτάνει σο χτένι. Να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι αφορά τους άλλους, αφορά κι εμάς. Πρέπει επιτέλους να ξεμάθουμε να επιτελούμε το χρέος μας στην κοινωνία παρακολουθώντας και σχολιάζοντας πικρόχολα τις αδυναμίες της.

Ας κοιτάξουμε λίγο έξω απ’ τη Σπηλιά των Σκιών μας, ας δούμε τον κόσμο στο πρωτότυπό του και θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτόν.

Ας σεβαστούμε τους εαυτούς μας, τους γείτονες μας, τους οδηγούς στο δρόμο, τους συναδέλφους, τους υπαλλήλους, τους πελάτες μας λίγο παραπάνω κι ίσως τότε η Ελλάδα να αξίζει στους Έλληνες.

Ο Μακρυγιάννης κάποτε μίλησε για την ανάγκη να είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Μέχρι τη στιγμή αυτή, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα διαφωνούσα μαζί του. Γιατί όταν το «εμείς» τείνει προς το συλλογικό κακό, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο «εγώ». Αυτή τη φορά, όχι για να το χαϊδέψουμε κι άλλο, μα για να το επαναπροσδιορίσουμε. Μόνο τότε θα αξίζει να ενωθούμε ξανά όλοι «εμείς». Γιατί, αυτή τη φορά, θα είναι για το κοινό καλό.

Ας μην περιμένουμε την επόμενη φωτιά…